- ξηρόσαρκος
- ξηρόσαρκος, -ον (Α)αυτός που έχει ξηρή σάρκα, ισχνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. υγρό-σαρκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξηροσάρκους — ξηρόσαρκος dry of flesh masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρόσαρκα — ξηρόσαρκος dry of flesh neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek